ανθρωπομορφιστής

ανθρωπομορφιστής
ο
αυτός που αποδίδει στον θεό ή στον φυσικό κόσμο ανθρώπινες ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + μορφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην παιδαγωγό Καλλιόπη Κεχαγιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”